αλατουργία

αλατουργία
η солеварение; производство соли

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αλατουργία" в других словарях:

  • αλατουργία — η [αλατουργός] παρασκευή ή κατεργασία τού αλατιού …   Dictionary of Greek

  • αλατουργός — ο αυτός που ασχολείται με την παρασκευή ή την κατεργασία τού αλατιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλας ατος + ουργός < έργον. ΠΑΡ. νεοελλ. αλατουργείο, αλατουργία] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»